- πολύθρεπτος
- -ον, Α1. αυτός που τρέφεται με πολλούς τρόπους2. αυτός που τρέφεται πολύ3. (κατ’ επέκτ.) αυτός που αυξάνεται, που μεγαλώνει πολύ4. ο πολυθρέμμων.[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + θρεπτός (< τρέφω), πρβλ. νεό-θρεπτος].
Dictionary of Greek. 2013.